- τρέμουσα
- η, Ν1. μικρό δισκάριο από γυαλιστερό μέταλλο για διακόσμηση ενδυμάτων, η πούλια2. μετάλλινη κυματοειδής τυπογραφική γραμμή, η οποία χρησιμεύει ως διαχωριστική γραμμή ή ως υπογράμμιση πλάγιου υπερτίτλου.[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού θηλ. τής μτχ. τού ρ. τρέμω].
Dictionary of Greek. 2013.