τρέμουσα

τρέμουσα
η, Ν
1. μικρό δισκάριο από γυαλιστερό μέταλλο για διακόσμηση ενδυμάτων, η πούλια
2. μετάλλινη κυματοειδής τυπογραφική γραμμή, η οποία χρησιμεύει ως διαχωριστική γραμμή ή ως υπογράμμιση πλάγιου υπερτίτλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού θηλ. τής μτχ. τού ρ. τρέμω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • τρέμουσα — τρέμω tremble pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρεμούσας — τρεμούσᾱς , τρέμω tremble pres part act fem acc pl (attic epic doric ionic) τρεμούσᾱς , τρέμω tremble pres part act fem gen sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοπόλι — το, Ν βοτ. κοινή ονομασία τού δένδρου λευκή ή τρέμουσα λεύκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σλαβ. topol] …   Dictionary of Greek

  • τρέμω — ΝΜΑ 1. ταράζομαι από αλλεπάλληλες κινήσεις, σείομαι (α. «έτρεμε ο τόπος από τον σεισμό» β. «τρέμει ή φωνή», Αριστοτ.) 2. παθαίνω τρεμούλα από αδυναμία, από κρύο ή από πυρετό (α. «έτρεμε σαν το ψάρι» β. «ἡ δὲ γυνὴ φοβηθεῑσα καὶ τρέμουσα», ΚΔ) 3.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”